φιλοστοργία
1φιλοστοργία — φιλοστοργίᾱ , φιλοστοργία tender love fem nom/voc/acc dual φιλοστοργίᾱ , φιλοστοργία tender love fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2φιλοστοργίᾳ — φιλοστοργίαι , φιλοστοργία tender love fem nom/voc pl φιλοστοργίᾱͅ , φιλοστοργία tender love fem dat sg (attic doric aeolic) …
3φιλοστοργία — η, ΝΜΑ [φιλόστοργος] τρυφερή αγάπη, στοργή («μητρική φιλοστοργία», πάπ.) αρχ. 1. τρυφερότητα 2. ερωτική αγάπη …
4φιλοστοργία — η η στοργική αγάπη, η στοργική τρυφερότητα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5φιλοστοργίας — φιλοστοργίᾱς , φιλοστοργία tender love fem acc pl φιλοστοργίᾱς , φιλοστοργία tender love fem gen sg (attic doric aeolic) …
6φιλοστοργίαι — φιλοστοργία tender love fem nom/voc pl φιλοστοργίᾱͅ , φιλοστοργία tender love fem dat sg (attic doric aeolic) …
7φιλοστοργίαν — φιλοστοργίᾱν , φιλοστοργία tender love fem acc sg (attic doric aeolic) …
8φιλοστοργίαις — φιλοστοργία tender love fem dat pl …
9φιλόστοργος — η, ο / φιλόστοργος, ον, ΝΜΑ γεμάτος στοργή, τρυφερός, στοργικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόστοργον η φιλοστοργία. επίρρ... φιλοστόργως ΝΜΑ, και φιλόστοργα Ν με φιλοστοργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + στοργος (< στοργή), πρβλ. κατά στοργος] …
10Χαλεπάς, Γιαννούλης — (Πύργος, Τήνος 1851 – Αθήνα 1938). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο χωριό που έδωσε τους περισσότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και από πατέρα μαρμαρογλύπτη, πήγε μικρός στη Σύρο για να μάθει γράμματα, αναγκασμένος από την πίεση του πατέρα του που …
- 1
- 2