φιλοσοφική

  • 81Λουκρήτιος — (Titus Lucretius Carus, Καμπανία 99; – 55 π.Χ.). Λατίνος ποιητής, συγγραφέας του εξάτομου ποιήματος Περί της φύσης των πραγμάτων (De rerum naturae). Σύμφωνα με μία πληροφορία που παραδίδει ο άγιος Ιερώνυμος, ο Λ. παραφρόνησε εξαιτίας ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 82Μανούσακας, Μανούσος — (Ρέθυμνο 1914 –). Ιστορικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε ιστορία και φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Σορβόνη. Ανακηρύχθηκε διδάκτωρ και στα δύο (το 1951 της Σορβόνης και το 1960 του… …

    Dictionary of Greek

  • 83Μεγάλη Ελλάς — Ονομασία για το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη νότια Ιταλία. Πρωτοαναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Πολύβιο τον 2ο αι. π.Χ. · αρχαιότερος, αντίθετα, φαίνεται ο όρος Ιταλιώται, ο οποίος αποδιδόταν στους Έλληνες που ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε …

    Dictionary of Greek

  • 84Νιτσιάκος, Βασίλειος — (Αετομηλίτσα, Ιωάννινα 1958 –). Φιλόλογος, επίκουρος καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και μετεκπαιδεύθηκε στα Πανεπιστήμια Λίντς και Κέιμπριτζ του Λονδίνου, στο οποίο και αναγορεύτηκε διδάκτορας… …

    Dictionary of Greek

  • 85Ουναμούνο, Μιγκέλ ντε- — (Miguel de Unamuno, Μπιλμπάο 1864 – Σαλαμάνκα 1936). Ισπανός δοκιμιογράφος, πεζογράφος, φιλόσοφος και θεατρικός συγγραφέας. Το 1891 κατέλαβε την έδρα της ελληνικής φιλολογίας και άρχισε τη διδασκαλία του στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας. Το 1901… …

    Dictionary of Greek

  • 86Πίκο ντέλα Μιράντολα, Τζοβάννι — (Pico della Mirandola, Μιράντολα, Μόντενα 1463 – Φλωρεντία 1494). Ιταλός φιλόσοφος. Σπούδασε κανονικό δίκαιο στην Μπολόνια και φιλολογία στη Φεράρα, όπου γνώρισε το Σαβοναρόλα και τον Μπατίστα Γκουαρίνο, και φιλοσοφία στην Πάντοβα. Στη Φλωρεντία …

    Dictionary of Greek

  • 87πλουραλισμός ή πολυαρχία — (pluralismus). Η φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η πραγματικότητα αποτελείται όχι από μια, αλλά από πολλές αυτοτελείς ουσίες, που μπορούν να θεωρηθούν ως ανώτατες αρχές ή ρίζες των όντων. Ο όρος επινοήθηκε από το Γερμανό φιλόσοφο Κρίστιαν Βολφ… …

    Dictionary of Greek

  • 88Χατζιδάκις, Γεώργιος — (Μύρθιο, Κρήτη 1848 – Αθήνα 1941). Έλληνας γλωσσολόγος. Αδελφός του Ιωάννη X., ενώ τελείωσε την εγκύκλια μόρφωση του στα 25 του χρόνια (1873), οι λαμπρές πανεπιστημιακές σπουδές του (1873 77) στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και… …

    Dictionary of Greek

  • 89Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… …

    Dictionary of Greek

  • 90βουδισμός — ο η θρησκευτική και φιλοσοφική διδασκαλία του Βούδα, όπως και η θρησκεία που προέρχεται απ’ αυτήν: Ο βουδισμός είναι μια φιλοσοφική διδασκαλία που προέρχεται από την ανατολή και έχει μεγάλη απήχηση στη δύση …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)