φιλοσοφική

  • 71Αμμώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακαδημαϊκός φιλόσοφος (1ος αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αθήνα ως σχολάρχης της Ακαδημίας και είχε μαθητή τον Πλούταρχο, από τους Διαλόγους του οποίου είναι γνωστός. O Α. είναι o παλαιότερος εκπρόσωπος της… …

    Dictionary of Greek

  • 72Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …

    Dictionary of Greek

  • 73Γιανναράς, Χρήστος — (Αθήνα 1935 –). Θεολόγος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Βόνης και στη Σχολή Γραμμάτων και Επιστημών του Ανθρώπου του πανεπιστημίου της Σορβόνης… …

    Dictionary of Greek

  • 74Γκέλνερ, Έρνεστ — (Ernest Gellner, Παρίσι 1925 – Πράγα 1995). Βρετανός φιλόσοφος, ανθρωπολόγος και κοινωνιολόγος, τσεχικής καταγωγής. Γεννήθηκε από Τσέχους γονείς στη Γαλλία, αλλά μεγάλωσε στην Πράγα, στην οποία πέρασε και τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το 1939 …

    Dictionary of Greek

  • 75Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …

    Dictionary of Greek

  • 76Ηλειακή σχολή — Αρχαιοελληνική φιλοσοφική σχολή.Μία από τις λεγόμενες Σωκρατικές σχολές, λιγότερο όμως σημαντική –από φιλοσοφική άποψη– σε σύγκριση με την Κυνική, την Κυρηναϊκή και τη Μεγαρική σχολή (προς την οποία ωστόσο πλησιάζει, σύμφωνα με τις σπάνιες και… …

    Dictionary of Greek

  • 77Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 78Ιωαννίνων, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται από το κράτος (η εποπτεία ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων). Ως ανεξάρτητο ΑΕΙ ιδρύθηκε το …

    Dictionary of Greek

  • 79Κίλπε, Όσβαλντ — (Oswald Külpe, 1862 – 1915). Γερμανός ψυχολόγος και φιλόσοφος. Ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος της σχολής του κριτικού ρεαλισμού ή νεορεαλισμού. Διετέλεσε βοηθός στο ψυχολογικό εργαστήριο του Βουντ (1887 94) και αργότερα διορίστηκε καθηγητής της… …

    Dictionary of Greek

  • 80Κοντολέων, Νικόλαος — (Χίος 1910 – Αθήνα 1975). Αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στην Κολονία και στο Μόναχο. Το 1933 κατέκτησε την πρώτη θέση σε διαγωνισμό …

    Dictionary of Greek