φιλοσκώμμων
1φιλοσκώμμων — fond of scoffing masc/fem nom sg …
2φιλοσκώμμων — ον ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσουν τα πειράγματα ή οι αστεϊσμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκώμμων (< σκῶμμα «πείραγμα, αστεϊσμός»)] …
3φιλοσκώμμονα — φιλοσκώμμων fond of scoffing neut nom/voc/acc pl φιλοσκώμμων fond of scoffing masc/fem acc sg …
4φιλοσκωμμόνων — φιλοσκώμμων fond of scoffing gen pl …
5φιλοσκωμμόνως — φιλοσκώμμων fond of scoffing adverbial …
6φιλοσκώμμονας — φιλοσκώμμων fond of scoffing masc/fem acc pl …
7φιλοσκώμμονες — φιλοσκώμμων fond of scoffing masc/fem nom/voc pl …
8φιλοσκώμμονι — φιλοσκώμμων fond of scoffing dat sg …
9φιλοσκώμμονος — φιλοσκώμμων fond of scoffing gen sg …
10φιλοσκώμμοσι — φιλοσκώμμων fond of scoffing dat pl …
Страницы
- 1
- 2