φιλοπαίσμων
1φιλοπαίσμων — fond of play masc/fem nom sg …
2φιλοπαίσμων — ον, Α (αττ. τ.) βλ. φιλοπαίγμων …
3φιλοπαίσμονας — φιλοπαίσμων fond of play masc/fem acc pl …
4φιλοπαίσμονες — φιλοπαίσμων fond of play masc/fem nom/voc pl …
5φιλοπαίγμων — ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, ον, Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει αρχ. αυτός που τού αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παίγμων (<… …