φιλοκέρδεια
1φιλοκερδείᾳ — φιλοκερδείᾱͅ , φιλοκέρδεια love of gain fem dat sg (attic doric aeolic) …
2φιλοκέρδεια — love of gain fem nom/voc sg …
3φιλοκέρδεια — η, ΝΑ, και δ. γρφ. φιλοκερδία Α [φιλοκερδής] υπερβολική αγάπη για το υλικό κέρδος, η με υπέρμετρο ζήλο επιδίωξη τού κέρδους νεοελλ. υπέρμετρη κερδοσκοπία, απληστία, πλεονεξία …
4φιλοκέρδεια — η η υπερβολική αγάπη του κέρδους, η ανήθικη κερδοσκοπία, η απληστία, η πλεονεξία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5φιλοκερδείας — φιλοκερδείᾱς , φιλοκέρδεια love of gain fem acc pl φιλοκερδείᾱς , φιλοκέρδεια love of gain fem gen sg (attic doric aeolic) …
6φιλοκερδείης — φιλοκέρδεια love of gain fem gen sg (epic ionic) …
7φιλοκερδείῃ — φιλοκέρδεια love of gain fem dat sg (epic ionic) …
8φιλοκέρδειαι — φιλοκέρδεια love of gain fem nom/voc pl …
9φιλοκέρδειαν — φιλοκέρδεια love of gain fem acc sg …
10κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …
- 1
- 2