-
1 φιλικός
[филикос] επ. дружеский, дружелюбный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φιλικός
-
2 дружеский
επ.φιλικός•дружеский привет φιλικός χαιρετισμός•
дружеский тон φιλικός τόνος•
-ая улыбка φιλικό χαμόγελο•
-ая услуга φιλική εξυπηρέτηση•
-ая атмосфера φιλική ατμόσφαιρα.
-
3 добрососедский
добрососедский φιλικός -ие отношения οι σχέσεις καλής γειτονίας* * *добрососе́дские отноше́ния — οι σχέσεις καλής γειτονίας
-
4 дружелюбный
дружелюбный φιλικός, ευμενής \дружелюбныйое отношение η φιλοφροσύνη* * *φιλικός, ευμενήςдружелю́бное отноше́ние — η φιλοφροσύνη
-
5 дружеский
дружеский φιλικός; \дружескийие связи οι φιλικές σχέσεις в \дружескийой атмосфере σε φιλική ατμόσφαιρα* * *дру́жеские свя́зи — οι φιλικές σχέσεις
в дру́жеской атмосфе́ре — σε φιλική ατμόσφαιρα
-
6 дружественный
дружественный φιλικός \дружественныйая страна η φιλική χώρα* * *дру́жественная страна́ — η φιλική χώρα
-
7 дружный
дружный φιλικός, αγαπημένος ομόφωνος, ομόθυμος (единодушный) мы очень дружны είμαστε πολύ φίλοι* * *φιλικός, αγαπημένος; ομόφωνος, ομόθυμος ( единодушный)мы о́чень дружны́ — είμαστε πολύ φίλοι
-
8 товарищеский
товарищеский συντροφικός; φιλικός (дружеский)· \товарищеский матч το φιλικό ματς* * *συντροφικός; φιλικός ( дружеский)това́рищеский матч — το φιλικό ματς
-
9 полюбовный
полюбовн||ыйприл φιλικός:\полюбовныйое соглашение ὁ φιλικός συμβιβασμός. -
10 добрососедский
добрососедскийприл φιλικός:\добрососедскийие отношения οἱ σχέσεις καλής (или ἀγαθής) γειτονίας. -
11 др^жеский
др^жеск||ийприл φιλικός, φιλόφρων:\др^жескийий совет ἡ φιλική συμβουλή· находиться в \др^жескийих отношениях ἔχω φιλικές σχέσεις· быть на \др^жескийой ноге с кем-л. εἶμαι στενός φίλος μέ κάποιον. -
12 дружелюбный
дружелюб||ныйприл φιλικός, φιλόφρων, εὐμενής. -
13 дружественный
дружественныйприл φιλικός, φίλιος:\дружественныйая страна ἡ φιλική χώρα -
14 мировая
миров||аяж разг ἡ είρηνική διεο-θέτηση, ὁ φιλικός διακανονισμός:пойти на \мироваяу́ю δέχομαι συμβιβασμό, συμβιβάζομαι. -
15 нетоварищеский
нетоварищескийприл μή συντροφικός, μή φιλικός. -
16 приветливый
приветлив||ыйприл πρόσχαρος, διαχυτικός, ἀνοιχτόκαρδος, φιλοφρονητικός / φιλικός (дружелюбный). -
17 приятельский
приятель||скийприл φιλικός; по-\приятельскийски φιλικά, φιλικώς. -
18 связь
связ||ьж1. (взаимная зависимость) ἡ σχέση [-ις], τό ἀλληλένδετο[ν], ἡ ἀλληλουχία:взаимная \связь ἡ ἀμοιβαία σχέση· причинная \связь филос. ἡ αἰτιότητα, ἡ αἰ-τιακή σχέση, ἡ λογική συνέπεια· \связь теории с практикой ἡ σύνδεση τής θεωρίας μέ τήν πρακτική· в \связья с чем-л. σέ σχέση μέ, σχετικά μέ, μέ τήν εὐκαιρία· в э́той \связьи... σέ σχέση μ' αὐτό.2. (общение) ὁ δεσμός/ ἡ σχέση (международные, торговые и т. п.):дру́жеская \связь ὁ φιλικός δεσμός· родственные \связьи οἱ συγγενικοί δεσμοί· культу́рные \связьи οἱ πολιτιστικές σχέσεις·3. (любовная) ὁ δεσμός, ἡ συμβίωση·4. \связьи мн. (знакомства) οἱ σχέσεις, οἱ γνωριμίες:пустить в ход свой \связь χρησιμοποιώ τίς γνωριμίες μου·5. (железнодорожная, телеграфная и т. п.) ἡ ἐπικοινωνία:средства \связьи μέσα ἐπικοινωνίας· служба \связьи ἡ ὑπηρεσία διαβιβάσεων6. воен. ἡ διαβίβαση [-ις]. -
19 товарищеский
товарищ||ескийприл συντροφικός, συναδελφικός, φιλικός:с \товарищескийеским приветом μέ συντροφικούς χαιρετισμούς· \товарищескийеский матч τό φιλικό ματς. -
20 узкий
у́зк||ийприл в разн. знач. στενός:\узкийая ткань τό στενό ὕφασμα· \узкийая обувь τά στενά παπούτσια· \узкийое платье τό στενό φόρεμα· \узкий и длинный μακρόστενος, στενόμακρος· \узкийая улица ὁ στενός δρόμος· \узкий переулок τό στενοσόκακο· \узкийая специальность ἡ στενή εἰδικότητα· \узкий круг друзей ὁ στενός φιλικός κύκλος· \узкий кругозор ὁ στενός ὁρίζοντας· ◊ \узкийое место перен τό ἀδύνατο σημείο, ἡ ἀχίλλειος πτέρνα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φιλικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο φίλο ή τη φιλία: Φιλικό σπίτι. 2. το αρσ. ως ουσ., φιλικός μέλος της Φιλικής Εταιρείας, της περίφημης μυστικής οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας από τους Σκουφά, Ξάνθο και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλικός — friendly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικός — ή, ό / φιλικός, ή, όν, ΝΜΑ [φίλος] αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον φίλο ή στη φιλία ή αυτός που νιώθει και εκφράζει φιλία (α. «φιλικές σχέσεις» β. «φιλική συντροφιά» γ. «φιλική συμπεριφορά» δ. «ἀλλ ἐπὶ ταῡτα εὐθὺς οἰκοδομεῑτε ἄλλα φιλικὰ… … Dictionary of Greek
φιλικά — φιλικός friendly neut nom/voc/acc pl φιλικά̱ , φιλικός friendly fem nom/voc/acc dual φιλικά̱ , φιλικός friendly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικώτερον — φιλικός friendly adverbial comp φιλικός friendly masc acc comp sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάνος, Π — Φιλικός του οποίου το όνομα παραμένει άγνωστο. Το γεγονός ότι αρχίζει με το γράμμα Π αναφέρεται στο κρυπτογραφικό λεξικό της Φιλικής Εταιρείας. Ο φιλικός αυτός είχε το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ανόητος … Dictionary of Greek
φιλικῶν — φιλικός friendly fem gen pl φιλικός friendly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικόν — φιλικός friendly masc acc sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικώτατα — φιλικός friendly adverbial superl φιλικός friendly neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλικώτατον — φιλικός friendly masc acc superl sg φιλικός friendly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμούντσιας, Γεώργιος — Φιλικός από τη Μακρινίτσα. Ζούσε στη Μόσχα όπου ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Κομιτζόπουλο και προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον Αγώνα … Dictionary of Greek