Перевод: с русского на все языки

φιλικούς

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • φιλικούς — φιλικός friendly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • οικειακός — οἰκειακός, ή, όν (ΑΜ, Α και, δωρ. τ., οἰκῃακός, ή, όν) [οικείος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικείος, οικιακός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰκειακά η ιδιωτική περιουσία μσν. (για πρόσ.) α) αυτός που ανήκει στην ίδια… …   Dictionary of Greek

  • παλιοπαρέα — η 1. παρέα από ανυπόληπτα άτομα 2. συντροφιά ατόμων τα οποία είναι δεμένα μεταξύ τους με μακροχρόνιους φιλικούς δεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + παρέα] …   Dictionary of Greek

  • πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… …   Dictionary of Greek

  • φιλιακός — ή, όν, Α [φιλία] 1. φιλικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλιακόν σύλλογος τού οποίου τα μέλη συνδέονταν μεταξύ τους με φιλικούς δεσμούς …   Dictionary of Greek

  • φιλότης — ητος, και αιολ. τ. φιλότας, ατος, ἡ, Α [φίλος] 1. φιλική αγάπη, φιλία («ξεῑνοι μὲν διαμπερές εὐχόμεθ εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος», Ομ. Οδ.) 2. φιλοξενία 3. φιλική συνεννόηση μεταξύ λαών («φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες», Ομ. Ιλ.) 4. ερωτική… …   Dictionary of Greek

  • Αλή πασάς, Τεπελενλής — (1744 – 1822). Ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Το 1640, ένας Μικρασιάτης οθωμανός ονόματι Χουσεΐν εγκαταστάθηκε στο Τεπελένι και δημιούργησε εκεί γενιά. Ο γιος του Μέτσιο Χούσιος άφησε γιους τον Μπεκίρ και τον Μουχτάρ. Ο γιος του πρώτου, Ισλιάμπεης,… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνωστόπουλος, Παναγιώτης — (Ανδρίτσαινα 1790 – Αθήνα 1854).Από τους θεμελιωτές της Φιλικής Εταιρείας, αγωνιστής και πολιτικός σύμβουλος του Δημήτριου Υψηλάντη. Η οικογένειά του, φτωχή και άσημη, ξενιτεύτηκε το 1808 στη Σμύρνη, ενώ ο ίδιος πήγε στην Οδησσό, όπου εργάστηκε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»