φιλημοσύνη
1φιλημοσύνη — ἡ, Α [φιλήμων, ονος] (ποιητ. τ.) φιλική διάθεση, φιλία …
2φιλημοσύνηι — φιλημοσύνῃ , φιλημοσύνη friendliness fem dat sg (attic epic ionic) …
3φιλημοσύνης — φιλημοσύνη friendliness fem gen sg (attic epic ionic) …
1φιλημοσύνη — ἡ, Α [φιλήμων, ονος] (ποιητ. τ.) φιλική διάθεση, φιλία …
2φιλημοσύνηι — φιλημοσύνῃ , φιλημοσύνη friendliness fem dat sg (attic epic ionic) …
3φιλημοσύνης — φιλημοσύνη friendliness fem gen sg (attic epic ionic) …