φιλαυτίᾳ
1φιλαυτία — φιλαυτίᾱ , φιλαυτία self love fem nom/voc/acc dual φιλαυτίᾱ , φιλαυτία self love fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2φιλαυτίᾳ — φιλαυτίᾱͅ , φιλαυτία self love fem dat sg (attic doric aeolic) …
3φιλαυτία — η, ΝΜΑ [φίλαυτος] η υπερβολική αγάπη ενός ατόμου για τον εαυτό του, εγωισμός, εγωπάθεια, εγωκεντρισμός (α. «η φιλαυτία του είναι το κύριο αίτιο τής απάνθρωπης συμπεριφοράς του» β. «τοῡτο δὲ φιλαυτίας ἁμάρτημα καὶ χαλεπότητος», Πλούτ.) …
4φιλαυτία — η υπερβολική αγάπη του εαυτού (μας), υπέρμετρος εγωισμός, εγωκεντρισμός, εγωλατρία, εγωμανία, φιλοτομαρισμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5φιλαυτίας — φιλαυτίᾱς , φιλαυτία self love fem acc pl φιλαυτίᾱς , φιλαυτία self love fem gen sg (attic doric aeolic) …
6φιλαυτίαν — φιλαυτίᾱν , φιλαυτία self love fem acc sg (attic doric aeolic) …
7φίλαυτος — η, ο / φίλαυτος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τον εαυτό του, υπέρμετρα εγωιστής («ὁ ἑαυτὸν δῆθεν φιλῶν καὶ πάντα πράττων ἑαυτοῡ χάριν», Φώτ.) αρχ. 1. (με θετ. σημ.) αυτός που αγαπά τον εαυτό του 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλαυτον η φιλαυτία.… …
8ГИЕРОКЛ — ГИЕРОКЛ (Ἱεροκλῆς) (кон. 1 в. 1 я пол. 2 в. н. э.?), философ стоик, известен как автор соч. «Основы этики». По совокупности косвенных данных принято считать, что Г., скорее всего, тождествен упомянутому Авлом Геллием Гиероклу стоику,… …
9ФИЛОН АЛЕКСАНДРИЙСКИЙ — ФИЛОН АЛЕКСАНДРИЙСКИЙ (Φίλων AXeÇavbpevs) (15/10 до н. э. после 41 н. э.), эллинистический иудейский философ, писатель и экзегет. Родился в Александрии в богатой и влиятельной семье (по Иерониму, Vir. ill. 11, «из рода священников»), имевшей… …
10filaucía — (del gr. «philautía», egoísmo; ant.) f. *Amor propio. * * * filaucía. (Del gr. φιλαυτία, egoísmo). f. ant. amor propio …