φιλανθρωπία
1φιλανθρωπία — φιλανθρωπίᾱ , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc/acc dual φιλανθρωπίᾱ , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2φιλανθρωπία — η, ΝΜΑ [φιλάνθρωπος] 1. η αγάπη προς τον άνθρωπο, προς το ανθρώπινο γένος, φιλαλληλία («τῶν Ἑλλήνων... πραότητα καὶ φιλανθρωπίαν», Iσοκρ.) 2. συν. στον πληθ. οι φιλανθρωπίες και αἱ φιλανθρωπίαι φιλανθρωπικές πράξεις, ευεργεσίες 3. θεολ. η αγάπη… …
3φιλανθρωπίᾳ — φιλανθρωπίαι , φιλανθρωπία humanity fem nom/voc pl φιλανθρωπίᾱͅ , φιλανθρωπία humanity fem dat sg (attic doric aeolic) …
4φιλανθρωπία — η 1. η αγάπη προς τους ανθρώπους, η φιλαλληλία, η αγαθοεργία. 2. πράξη φιλάνθρωπη, ευεργεσία: Όλο φιλανθρωπίες κάνει στη ζωή του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5φιλανθρωπίας — φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem acc pl φιλανθρωπίᾱς , φιλανθρωπία humanity fem gen sg (attic doric aeolic) …
6φιλανθρωπίαι — φιλανθρωπία humanity fem nom/voc pl φιλανθρωπίᾱͅ , φιλανθρωπία humanity fem dat sg (attic doric aeolic) …
7φιλανθρωπίαν — φιλανθρωπίᾱν , φιλανθρωπία humanity fem acc sg (attic doric aeolic) …
8φιλανθρωπιῶν — φιλανθρωπία humanity fem gen pl …
9φιλανθρωπίαις — φιλανθρωπία humanity fem dat pl …
10φιλανθρωπίη — φιλανθρωπία humanity fem nom/voc sg (epic ionic) …