φιλήνωρ
1φιλήνωρ — ορος, ὁ, ἡ Α (επικ. τ.) βλ. φιλάνωρ …
2άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …
3φιλάνωρ — και επικ. τ. φιλήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. φίλανδρος·2. (για δελφίνι) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άνωρ / ήνωρ (< ἀνήρ, βλ. λ. άνδρας), πρβλ. ἀγαπ ήνωρ] …