φιλάνωρ
1φιλάνωρ — και επικ. τ. φιλήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) 1. φίλανδρος·2. (για δελφίνι) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + άνωρ / ήνωρ (< ἀνήρ, βλ. λ. άνδρας), πρβλ. ἀγαπ ήνωρ] …
2Φιλάνορα — Φιλάνωρ fond of a man masc acc sg …
3Φιλάνορας — Φιλάνωρ fond of a man masc acc pl …
4Φιλάνορες — Φιλάνωρ fond of a man masc nom/voc pl …
5Φιλάνορι — Φιλάνωρ fond of a man masc dat sg …
6Φιλάνορος — Φιλάνωρ fond of a man masc gen sg …
7φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …
8φιλήνωρ — ορος, ὁ, ἡ Α (επικ. τ.) βλ. φιλάνωρ …
9φιλάνορα — φιλά̱νορα , φιλάνωρ fond of a man masc/fem acc sg …
10φιλάνορας — φιλά̱νορας , φιλάνωρ fond of a man masc/fem acc pl …
- 1
- 2