φιδάκνη
1φιδάκνη — ἡ, Α (αττ. τ.) βλ. πιθάκνη …
2φιδάκνη — πιθάκνη cask fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3πιθάκνη — και αττ. τ. φιδάκνη και λακων. τ. πισάκνα, ή, Α 1. πιθάρι που χρησιμοποιούσαν συνήθως για εναπόθεση κρασιού, κρασοπίθαρο («οἰκοῡντ ἐν ταῑς πιθάκνεσσι», Ιπποκρ.) 2. πιθάρι για εναπόθεση καρπών 3. φρ. «πιθάκνη ἰατρική» δοχείο φαρμάκων, φαρμακευτικό …
4bhidh- — bhidh English meaning: vessel, cauldron Deutsche Übersetzung: “Topf, Kũbel, Faß” Note: From an early root *bhegh [common Illyr. gh > dh phonetic mutation] derived Root bhedh 2 : “to bow, bend”, Root bhadh sko : “bundle, heap”… …