φιαλεῖς

  • 1φιαλεῖς — φιάλλω undertake fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ιάλλω — ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α) 1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.) 3. βρίσκω 4. φεύγω, τρέχω ή πετώ 5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» έβαλα… …

    Dictionary of Greek

  • 3φιάλλω — και ἐφιάλλω Α 1. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτι («ὅπως ἕργῳ φιαλοῡμεν», Αριστοφ.) 2. (Σχόλ. Αριστοφ.) «φιαλεῑν μὲν κυρίως τὸ τῇ φιάλῃ πίνειν, νῡν δ ἴσως καὶ κακεμφάτως». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μέλλ. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν, που απαντούν στον Αριστοφ., έχουν… …

    Dictionary of Greek

  • 4Φιγάλεια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.). Η ονομασία της οφείλεται στην ομώνυμη αρχαία πόλη, τη γνωστή και με το όνομα Φιγαλία. Η Φ. ιδρύθηκε από τον Φίγαλο, γιο… …

    Dictionary of Greek