φιάλαις

  • 1φιάλαις — φιάλη bowl fem dat pl φιά̱λαις , φιάλλω undertake aor part act masc nom/voc sg (attic doric aeolic) φιά̱λαις , φιάλλω undertake aor opt act 2nd sg (attic) φιά̱λαις , φιάλλω undertake aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) φιά̱λαις , φιάλλω… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2φιάλη — η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α νεοελλ. 1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια 2. φρ. α) «φιάλη αερίου» τεχνολ.… …

    Dictionary of Greek