φθόγγος ἔ
1φθόγγος — any clear masc nom sg …
2φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… …
3φθόγγος — ο 1. ο έναρθρος ήχος που παράγεται με τα φωνητικά όργανα, η φωνή, ο ήχος της φωνής. 2. (μουσ.), ήχος ορισμένης οξύτητας που παράγεται από την ανθρώπινη φωνή ή από μουσικό όργανο, ο μουσικός ήχος, το μουσικό σημείο, η νότα. 3. το φθογγόσημο (βλ. λ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4νότα ή φθόγγος — Τα ιδιαίτερα σημεία που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα σημειογραφίας. Στη λατινική περιοχή κάθε ν. αναγνωρίζεται από την ορολογία που υιοθέτησε ο Γκουίντο ντ’ Αρέτσο: ντο (ή ουτ), ρε, μι, φα, σολ, λα. Το σι εισήχθη αργότερα. Στην αγγλοσαξονική περιοχή …
5φθόγγε — φθόγγος any clear masc voc sg …
6φθόγγοι — φθόγγος any clear masc nom/voc pl …
7φθόγγοιν — φθόγγος any clear masc gen/dat dual …
8φθόγγοις — φθόγγος any clear masc dat pl …
9φθόγγοισι — φθόγγος any clear masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10φθόγγον — φθόγγος any clear masc acc sg …