φθόγγος ἔ

  • 91βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα …

    Dictionary of Greek

  • 92γα — (I) γα (μόριο) (δωρ. τ.) (Α) γε*. (II) ο τρίτος φθόγγος στην κλίμακα της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος προς το φα της ευρωπαϊκής. (III) γᾱ, η (δωρ. και αιολ. τ.) (Α) γη* …

    Dictionary of Greek

  • 93γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 94δίφθογγος — Ομάδα δύο φωνηέντων που ανήκουν στην ίδια συλλαβή. Στην ιστορία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών οι δ. δεν παρουσιάζουν σταθερότητα· υπόκεινται σε ισχυρές και περιοδικές τάσεις προς σύμπτυξη ή μονοφθογγοποίηση: η σύμπτυξη συνίσταται στην εξαφάνιση του… …

    Dictionary of Greek

  • 95δεσπόζω — (AM δεσπόζω) 1. είμαι δεσπότης, απόλυτος κύριος, εξουσιάζω 2. επιβάλλομαι σε κάποια αδυναμία μου, ελέγχω κάποιο ελάττωμά μου νεοελλ. 1. είμαι ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος («αυτό το θέμα δεσπόζει στις συνομιλίες») 2. (για τόπους) βρίσκομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 96διακριτικός — ή, ό (AM διακριτικός, ή, όν) [διακρίνω] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διακρίνει 2. εκείνος βάσει τού οποίου διακρίνεται ή ξεχωρίζει κάποιος μσν. νεοελλ. όποιος συμπεριφέρεται με διακριτικότητα, δεν γίνεται φορτικός,… …

    Dictionary of Greek

  • 97δωδέκατος — η, ο (AM δωδέκατος, η, ον) αυτός που έχει τη θέση τού αριθμού δώδεκα («πέτυχε δωδέκατος») νεοελλ. 1. φρ. «δωδέκατη ή δωδέκατη ώρα» α) μεσημέρι ή μεσάνυχτα β) το τελευταίο χρονικό περιθώριο που μπορεί να γίνει κάτι, η κρίσιμη στιγμή 2. (τυπογρ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 98ειρμολογικός — ή, ό (Μ εἱρμολογικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ειρμολόγιο 2. φρ. «εἱρμολογικὸν μέλος» (ή «ψάλλεται εἱρμολογικῶς») σύντομης μορφής βυζαντινό μέλος με αυστηρή αντιστοιχία τής μουσικής προς τη μετρική τού κειμένου (φθόγγος προς… …

    Dictionary of Greek

  • 99εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …

    Dictionary of Greek

  • 100έναυλος — (I) ἔναυλος, ο και ἔναυλον, το (Α) 1. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα, κοίλωμα απ όπου ρέει χείμαρρος («τάχα κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων», Ομ. Ιλ.) 2. χείμαρρος 3. κατοικία, τόπος διαμονής, ενδιαίτημα. (II) η, ο (AM ἔναυλος, ον) 1. (για φωνή …

    Dictionary of Greek