φθόγγος ἔ

  • 71Монофтонг — Монофтонг, монофтонга, м.(др. греч. μόνος один и φθόγγος звук) гласный звук, не распадающийся на два элемента. Противоположности: дифтонг, полифтонг. Во время произношения звука монофтонга артикуляция речевого аппарата стабильна и неизменна весь… …

    Википедия

  • 72вещание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. φθόγγος) звук, речь, проповедь; (λόγος) слово; (λέσχη) …

    Словарь церковнославянского языка

  • 73Triptongo — (Del gr. treis, tres + phthongos , sonido.) ► sustantivo masculino LINGÜÍSTICA Grupo de tres vocales que se pronuncian en una sola sílaba o emisión de voz. * * * triptongo (de «tri » y el gr. «phthóngos», sonido) m. Fon. Conjunto de tres vocales… …

    Enciclopedia Universal

  • 74monoptongo — ► sustantivo masculino LINGÜÍSTICA Vocal que resulta de una monoptongación. * * * monoptongo (de «mono » y el gr. «phthóngos», sonido) m. Fon. Fonema vocálico que resulta de una monoptongación. * * * monoptongo. (De mono y el gr. φθόγγος, sonido) …

    Enciclopedia Universal

  • 75VOX — contracte ex voco, φθόγγος σημαντικὸς Philosopho, sonus significativus, in brutis affectus, in homine anuni sensa, exprimit. Non enim, nisi per prosopopoeiam, ne rei, crimine admissô, posse latere se putent, etiam ipsis aedibus, in quibus id… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 76-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …

    Dictionary of Greek

  • 77Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… …

    Dictionary of Greek

  • 78Ψ, ψ — Το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το ψ, όπως και τα φ, χ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά είναι επινόηση των Ελλήνων για την παράσταση του διπλού φθόγγου, που προήλθε από τη συνάντηση του σ με τα χειλικά …

    Dictionary of Greek

  • 79ένατος — η, ο (AM ἔνατος, άτη, ατον Α και επιτ. τ. εἴνατος, η, ον και αιολ. τ. ἔνοτος, η, ον) αυτός που στη σειρά κατέχει τον αριθμό εννέα («εἴνατος ἐνιαυτός», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ένατο καθένα από τα εννέα ίσα μέρη ενός συνόλου 2. (το… …

    Dictionary of Greek

  • 80αείφθογγος — ἀείφθογγος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που μιλάει συνεχώς, φλύαρος, πολυλογάς 2. (για πουλιά) αυτός που διαρκώς τιτιβίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φθόγγος < φθέγγομαι] …

    Dictionary of Greek