φθόγγος ἔ

  • 41λιχανοειδής — λιχανοειδής, ές (Α) [λιχανός] φρ. α) «λιχανοειδής τόπος» το σημείο τής λύρας ή τής κιθάρας όπου κινείται ο λιχανός*. ο δείκτης τού χεριού β) «λιχανοειδής φθόγγος» ο υψηλότερος φθόγγος τού πυκνού, δηλ. τού μικρού διαλείμματος στη μουσική …

    Dictionary of Greek

  • 42λιχανός — ό (AM λιχανός, όν) (ως επίθ. τού δάκτυλος ή το αρσ. ως ουσ.) το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης αρχ. 1. αυτός που γλείφει κάτι 2. φρ. α) «λιχανὸς σωλήν» ο σωλήνας που προεξέχει από τον άμβυκα* β) «λιχανὸς φθόγγος» ο φθόγγος που αναδίδεται… …

    Dictionary of Greek

  • 43νεόφθογγος — νεόφθογγος, ον (Μ) αυτός που τραγουδάει με καινούργιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φθόγγος (< φθέγγομαι), πρβλ. βαρύ φθογγος] …

    Dictionary of Greek

  • 44ομόφθογγος — ὁμόφθογγος, ον (Α) αυτός που φθέγγεται, που κραυγάζει συγχρόνως ή αυτός που ηχεί συγχρόνως («παντοίην ἀλάλαζεν ὁμοφθόγγων ὄπα θηρῶν», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φθόγγος (πρβλ. βαρύ φθογγος)] …

    Dictionary of Greek

  • 45οξύπυκνος — ὀξύπυκνος, ον (Α) φρ. «ὀξύπυκνος φθόγγος» φθόγγος κατά έναν τόνο οξύτερος τού πυκνού, μία από τις τρεις κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων …

    Dictionary of Greek

  • 46οξύφθογγος — ὀξύφθογγος, ον (Α) αυτός που έχει διαπεραστικό ήχο, οξύφωνος («ὀξύφθογγον εἶναι μουσικὸν ὄργανον τὴν σαμβύκην», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φθόγγος (πρβλ. καλλί φθογγος)] …

    Dictionary of Greek

  • 47συνοδίτης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «συνοδίτης φθόγγος» γλωσσ. φθόγγος που χρησιμοποιείται με σκοπό την ευφωνία και τον περιορισμό τής χασμωδίας μέσω τής ανάπτυξης, όπως λ.χ. στις λέξεις τραγούδιjα = τραγούδγια, καλοκαίριjα = καλοκαίργια, κορίτσιjα = κορίτσχια… …

    Dictionary of Greek

  • 48τονισμός — ο, Ν [τονίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονίζω 2. γραμμ. α) η έξαρση τής φωνής κατά την προφορά τής τονισμένης συλλαβής μιας λέξης β) το τονικό σύστημα μιας γλώσσας 3. μουσ. η ενέργεια και ο τρόπος με τον οποίο εκπέμπεται ένας φθόγγος 4 …

    Dictionary of Greek

  • 49φιλόφθογγος — ον, Α αυτός που τού αρέσει ο θόρυβος, η φασαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φθόγγος (πρβλ. βαρύ φθογγος)] …

    Dictionary of Greek

  • 50φώνημα — ήματος, το, ΝΑ φθόγγος νεοελλ. 1. γλωσσ. φθόγγος που έχει διαφοροποιητική αξία στο φωνολογικό σύστημα μιας γλώσσας, συνθέτοντας έτσι τη λειτουργική της πλευρά, όπως είναι οι φθόγγοι / p /, / f /, / t /, τών οποίων η παρουσία ή η απουσία σε… …

    Dictionary of Greek