φθόγγος ἔ
111ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …
112κατάληξη — ἡ (AM κατάληξις) [καταλήγω] τέλος, παύση, τελείωμα νεοελλ. 1. έκβαση, απόληξη, αποτέλεσμα 2. γραμμ. η τελευταία συλλαβή ή ο τελευταίος φθόγγος τής λέξης, τα οποία δίνουν σαφή παράσταση τού τύπου της, σε αντιδιαστολή προς το θέμα ή στέλεχος αρχ. 1 …
113κε — (I) κε (Α) βλ. κεν. (II) (βυζ. μουσ.) μουσικός φθόγγος που κατέχει την έκτη βαθμίδα τής πρωτότυπης φυσικής διατονικής κλίμακας και αντιστοιχεί προς τον φθόγγο λα τής ευρωπαϊκής συγκερασμένης. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι Βυζαντινοί δήλωναν τις βαθμίδες τής… …
114κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον …
115κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …
116κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… …
117λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… …
118λα — μουσ. ο έκτος κατά σειρά φθόγγος τής διατονικής κλίμακας …
119λιγύφθογγος — η, ο (Α λιγύφθογγος, ον) αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, λιγυρός (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ. β. «τού Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + φθόγγος] …
120λιπόφθογγος — λιπόφθογγος, ον (Α) αυτός που τού λείπει η ομιλία, άφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + φθόγγος] …