φθόγγος ἔ

  • 101ενδέκατος — και εντέκατος, η, ο (AM ενδέκατος, η, ον Μ και ἑντέκατος, η, ον) αυτός που κατέχει τη θέση με τον αριθμό ένδεκα («ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ») νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ενδεκάτη α) η ενδέκατη ώρα β) μουσ. ο ενδέκατος φθόγγος τής διατονικής κλίμακας 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 102επιφώνημα — Άκλιτο μέρος του λόγου που εκφράζει ένα συναίσθημα, όπως για παράδειγμα λύπη, ευχαρίστηση, θαυμασμό. Το ε. μπορεί να είναι ένας απλός φθόγγος, ο οποίος εκφράζει τη συγκινησιακή ταραχή και ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο των συγκινήσεων και, φυσικά …

    Dictionary of Greek

  • 103ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… …

    Dictionary of Greek

  • 104ετερόφθογγος — ἑτερόφθογγος, ον (Α) αυτός που έχει διαφορετική φωνή («ζῴων ἑτεροφθόγγων», Συν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φθόγγος] …

    Dictionary of Greek

  • 105εύφθογγος — εὔφθογγος, ον (Α) 1. αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ εὐφθόγγων φωναῑς», Ευρ.) 2. (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά φωνή («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων πλῆθος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φθόγγος] …

    Dictionary of Greek

  • 106ηέριος — ἠέριος, ίη, ον (Α) 1. πρωινός, αυγινός («ἠερίη δ ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ευήνεμος 3. (για πτηνά) αυτός που ζει, που πετά στον αέρα 4. αυτός διά μέσου τού οποίου δύσκολα μπορεί να δει κανείς, ομιχλώδης… …

    Dictionary of Greek

  • 107ημίφωνος — η, ο (Α ἡμίφωνος, ον) 1. αυτός που έχει ή αποτελεί μισή φωνή, που εκφωνείται κατά το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο χαμηλόφωνος 2. το ουδ. ως ουσ. το ημίφωνο α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ β) (φωνολ.) φώνημα που διαθέτει και φωνηεντικά και… …

    Dictionary of Greek

  • 108ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… …

    Dictionary of Greek

  • 109θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 110ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… …

    Dictionary of Greek