φθορᾶ
1φθορά — φθορά̱ , φθορά destruction fem nom/voc/acc dual φθορά̱ , φθορά destruction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2φθορᾷ — φθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …
3φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… …
4φθορά — η 1. καταστροφή, όλεθρος, βλάβη, ζημία: Στα Δερβενάκια οι Έλληνες προξένησαν φθορά στους Τούρκους. 2. διάβρωση, τριβή από μεγάλη χρήση, φάγωμα, λιώσιμο, πάλιωμα: Το μανίκι έχει φθορά στους αγκώνες. 3. μτφ., μείωση, παρακμή, αδυνάτισμα, ξέφτισμα:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5φθορᾶ — φθορεύς corrupter masc acc sg (attic) …
6φθορᾶι — φθορᾷ , φθορά destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …
7φθοράν — φθορά̱ν , φθορά destruction fem acc sg (attic doric aeolic) …
8φθοράς — φθορά̱ς , φθορά destruction fem acc pl …
9φθοραῖς — φθορά destruction fem dat pl …
10φθοραί — φθορά destruction fem nom/voc pl …