φθινάς
1φθινάς — wasting fem nom sg …
2φθινάς — άδος, ἡ, Α 1. αυτή που φθίνει, που ελαττώνεται σταδιακά ή που φτάνει προς το τέρμα («οὐδέ λάθει μηνῶν φθινὰς ἁμέρα», Ευρ.) 2. (με ενεργ. σημ.) αυτή που επιφέρει ελάττωση ή φθορά ή και εξαφάνιση 3. α) (σε συνεκφορά με τη λ. νόσος) φθίση, φυματίωση …
3φθινάδα — φθινάς wasting fem acc sg …
4φθινάδας — φθινάς wasting fem acc pl …
5φθινάδες — φθινάς wasting fem nom/voc pl …
6φθινάδι — φθινάς wasting fem dat sg …
7φθινάδος — φθινάς wasting fem gen sg …
8φθινάδων — φθινάς wasting fem gen pl …
9φθινάσι — φθινάς wasting fem dat pl …
10φθινάσιν — φθινάς wasting fem dat pl …
Страницы
- 1
- 2