φησίν

  • 71υπουργικός — ή, ό / ὑπουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπουργός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική απόφαση» β. «υπουργικός θώκος») 2. φρ. «υπουργικό συμβούλιο» το σύνολο τών υπουργών τής κυβέρνησης μσν. αρχ. 1. αυτός που προσφέρει… …

    Dictionary of Greek

  • 72φρόνημα — το, ΝΜΑ [φρονῶ] 1. διανόημα, σκέψη (α. «μ ένα βλέμμα όπου φονεύει / τα φρονήματα τα αισχρά», Σολωμ. β. «Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων», Αισχύλ.) 2. συναίσθηση αξίας ή υπεροχής, αυτοπεποίθηση (α. «έχει υψηλό φρόνημα» β. «ἀνδρὶ …

    Dictionary of Greek

  • 73κατάφησιν — κατά̱φησιν , καθάπτω fasten perf subj act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) κατάφημι assent pres ind act 3rd sg καταφίημι let slip down aor subj mid 2nd sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 74ἐπάφησιν — ἐπά̱φησιν , ἐφάπτω bind on perf subj act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπαφάω touch on the surface pres ind act 3rd sg ἐπαφίημι throw at aor subj mid 2nd sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 75ДАВИД ДИСИПАТ — ДИСИПАТ [греч. Ϫαυΐδ, Ϫαβὶδ Ϫισύπατος] († между 1347 и 1354), мон., богослов, сторонник учения свт. Григория Паламы. С. Петридис (см.: Pétridès S. David et Gabriel, hymnographes // EO. 1905. Vol. 8. P. 299) предположил возможность отождествления… …

    Православная энциклопедия

  • 76ИОАНН ЛЕСТВИЧНИК — [греч. ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος] (VI VII вв.), прп. (пам. 30 марта и в 4 ю Неделю Великого поста), игум. Синайского монастыря, автор классического произведения визант. аскетической письменности «Лествица Божественного восхождения». Житие Основным… …

    Православная энциклопедия