φησίν

  • 61εύιχθυς — εὔιχθυς, υ (Α) αυτός που έχει άφθονα και καλά ψάρια (α. «ἔχουσαν θάλασσαν εὔιχθον», Διόδ. β. «περὶ τῆς καλῆς Ῥόδου, ἥν εὔιχθυν εἶναί φησιν», Αθήν.) …

    Dictionary of Greek

  • 62κυλινδρώ — και κυλιντρώ και κυλιντρίζω και κυλινδρώνω (AM κυλινδρῶ, όω, Μ και κυλιντρώ και κυλιντρίζω) [κύλινδρος] νεοελλ. δίνω σε κάτι μορφή κυλίνδρου, κυλινδρικό σχήμα νεοελλ. αρχ. ισοπεδώνω, ομαλίζω, λειαίνω μια επιφάνεια εδάφους ή έναν δρόμο, τήν… …

    Dictionary of Greek

  • 63μελιτοποιώ — μελιτοποιῶ, έω (ΑM) [μελιτοποιός] παρασκευάζω ή παράγω μέλι (α. «ἰνδικαῑς καλάμοις, ἃς μελιτοποιεῑν ἐκεῑνός φησιν», Διον.Περιηγ. β. «ἵνα καὶ ἐξ ἀγρίων ἀνθέων μελιτοποιῆται τὰ χρήσιμα», Ευστάθ.) …

    Dictionary of Greek

  • 64παισά — (Α) (κατά τον Αθήν.) «πλακούντια παρὰ Κῴοις, ὥς φησιν Ἰατροκλής» …

    Dictionary of Greek

  • 65προσχαρίζομαι — ΜΑ κάνω κάτι για χάρη κάποιου / αρχ. 1. χαρίζω κάτι σε κάποιον ή ικανοποιώ κάποιον («τῇ... γαστρὶ αὐτῶν ἐπὶ ταῑς ἐπιθυμίαις προσχαριζόμενος», Ξεν.) 2. αποδέχομαι την αλήθεια κάποιου («Θετταλοῑς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος... φησίν», Στράβ.) 3 …

    Dictionary of Greek

  • 66σκαλλίον — τὸ, Α (με υποκορ. σημ.) μικρό ποτήρι ή κύπελλο («κυλίκιον μικρὸν ᾧ σπένδουσι Αἰολεῑς ὡς Φιλητᾱς φησὶν ἐν Ἀτάκτοις», Φιλήτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το αρχ. νορβ. skalle «κρανίο» παραμένει ανεπιβεβαίωτη] …

    Dictionary of Greek

  • 67συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …

    Dictionary of Greek

  • 68συντερατεύομαι — Μ τερατολογώ από κοινού, διηγούμαι τερατώδη πράγματα μαζί με άλλους («Ἀρριανὸς... φησὶν ὅτι Δῆλος ἡ πάλαι πλωτὴ οὖσα... καὶ ἄλλοι συντερατευόμενοι αὐτῷ φασι», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τερατεύομαι «διηγούμαι αλλόκοτα πράγματα, τερατολογώ»… …

    Dictionary of Greek

  • 69τορνευτός — ή, ό / τορνευτός, ή, όν, ΝΜΑ, και τορυνευτός, ή, όν, Α [τορνεύω] επεξεργασμένος με τόρνο, τορναρισμένος (α. «τορνευτό ανταλλακτικό» β. «Μένανδρος δὲ φησιν καὶ ποτήριον τορνευτὸν καὶ τορευτά», Αθήν.) νεοελλ. αυτός που έχει ωραίες γραμμές και… …

    Dictionary of Greek

  • 70τρίγλη — και τρίγλα, η, ΝΜΑ, και ουδ. τριγλί, το, Ν, και τρῖγλα Α παλαιότερη λόγια ονομασία τού περκόμορφου ψαριού μπαρμπούνι, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια μουλλίδες («τὴν δὲ τρίγλην φησὶν Ἀριστοτέλης τρὶς… …

    Dictionary of Greek