φηγός
1φηγός — Valonia oak fem nom sg …
2φηγός — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φαγός Α νεοελλ. βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τής οξιάς αρχ. 1. είδος δρυός με εδώδιμο βαλανίδι 2. το βαλανίδι τού παραπάνω φυτού 3. φρ. «ἡ παλαιὰ φηγός» δρυς που φύεται στην περιοχή τής Δωδώνης (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …
3φηγοῖο — φηγός Valonia oak fem gen sg (epic) …
4φηγοῖς — φηγός Valonia oak fem dat pl …
5φηγοῖσι — φηγός Valonia oak fem dat pl (epic ionic aeolic) …
6φηγοῖσιν — φηγός Valonia oak fem dat pl (epic ionic aeolic) …
7φηγοί — φηγός Valonia oak fem nom/voc pl …
8φηγοῦ — φηγός Valonia oak fem gen sg …
9φηγούς — φηγός Valonia oak fem acc pl …
10φηγῶν — φηγός Valonia oak fem gen pl …
Страницы