φεύξῐμος
1φεύξιμος — masc/fem nom sg …
2φεύξιμος — ον, Α [φεῡξις] 1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος* («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός» …
3φεύξιμον — φεύξιμος masc/fem acc sg φεύξιμος neut nom/voc/acc sg …
4φεύξιμα — φεύξιμος neut nom/voc/acc pl …
5υποφεύξιμος — ον, Α ἐκφεύξιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φεύξιμος (< φεῦξις / φῦξις «φυγή»)] …