φεύγειν

  • 21παράνομος — η, ο / παράνομος, ον, ΝΜΑ 1. (για ενέργειες, καταστάσεις και πράγματα) αυτός που γίνεται, συμβαίνει ή υπάρχει κατά παράβαση τών νόμων, που δεν είναι σύμφωνος με τους νόμους και τους κανόνες δικαίου και βρίσκεται σε αντίθεση με τα καθιερωμένα ήθη… …

    Dictionary of Greek

  • 22πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 23προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… …

    Dictionary of Greek

  • 24πρόκληση — η / πρόκλησις, εως, ΝΑ και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προκαλῶ] 1. η ενέργεια τού προκαλώ, σκόπιμη ή ακούσια ενέργεια που προκαλεί, επιθετική στάση, ερεθισμός (α. «η επίδειξη τού πλούτου είναι πρόκληση για τους φτωχούς» β. «τα όσα δημοσιεύθηκαν στις… …

    Dictionary of Greek

  • 25πρόσφορος — η, ο / πρόσφορος, ον, ΝΜΑ [προσφέρω] 1. χρήσιμος, ωφέλιμος («τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ», Ηρόδ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος (α. «δεν είναι πρόσφορη η γη για καλλιέργεια καπνού» β. «τοῑς ἐμοῑσιν οὐχὶ πρόσφορον τρόποις φεύγειν τὰ δεινά», Ευρ.) 3. το ουδ.… …

    Dictionary of Greek

  • 26πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 27ψηφίζω — ΝΜΑ [ψήφος] νεοελλ. εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς») νεοελλ. αρχ. (στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι) 1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο… …

    Dictionary of Greek

  • 28phygogalactic — phygogalactic, a. and n. (ˌfɪgəʊgəˈlæktɪk) [f. Gr. ϕυγο shunning (ϕεύγειν to flee, shun) + γαλακτ milk: see galactic.] a. adj. Preventing the secretion of milk, and promoting the reabsorption of milk already secreted. b. n. A substance or drug… …

    Useful english dictionary