φερ-έγγῠος

  • 1μεσέγγυος — ο (Α μεσέγγυος) ο μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. εχ έγγυος, φερ έγγυος] …

    Dictionary of Greek

  • 2μετέγγυος — μετέγγυος, ὁ (Α) μεσεγγυητής, μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α) * + ἔγγυος (πρβλ. φερ έγγυος)] …

    Dictionary of Greek