φερσεφόνη
1Φερσεφόνη — Φερσέφασσα fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2Φερσεφόνῃ — Φερσέφασσα fem dat sg (attic epic ionic) …
3Φερσεφόνηι — Φερσεφόνῃ , Φερσέφασσα fem dat sg (attic epic ionic) …
4Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… …
5Φερσεφόνειος — εία, ον, Α [Φερσεφόνη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φερσεφόνη …
6Phersephone — PHERSEPHONE, is, Gr. Φερσεφόνη, ης, des Myus Tochter und des Königes zu Orchomenus, Amphions, Gemahlinn, welcher unter andern des Neleus Gemahlinn und Nestors Mutter, Chloris, mit ihr zeugete. Pherecyd. ap. Schol. ad Hom. Od. Λ. 280 …
7PHERSEPHONE — eadem quae Proserpina, de qua Isacius in Lycoph. Περσεφόνη δὲ καὶ Ἴσις, καὶ Γῆ, καὶ Πιέα, καὶ Ε῾ςτία, καὶ Πάνδωρα, καὶ ἕτερα μύριας ὀνομάζεται. Tellurem intelligit, quod clarius elucet ex Φερσεφονέιας etymo, de quo Hesych. Φερσεφόνη ἡ τῆς… …
8Φερσέφασσα — και Φερσέφαττα και Φερσεφόνη και Φερσεφονείη και Φερσεφάασσα και αττ. τ. Φερρέφαττα, ἡ, Α βλ. Περσεφόνη …