φερρέφαττα
1Φερρέφαττα — Φερσέφασσα fem nom/voc sg (attic) …
2Φερρέφατθ' — Φερρέφαττα , Φερσέφασσα fem nom/voc sg (attic) Φερρέφατται , Φερσέφασσα fem nom/voc pl (attic) …
3Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… …
4Φερρεφάτιον — και Φερρεφατεῑον, τὸ, Α [Φερρέφαττα] ναός ή ιερό αφιερωμένο στην Περσεφόνη …
5Φερσέφασσα — και Φερσέφαττα και Φερσεφόνη και Φερσεφονείη και Φερσεφάασσα και αττ. τ. Φερρέφαττα, ἡ, Α βλ. Περσεφόνη …