φερε-κύδης

  • 1φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 2θεοκυδής — θεοκυδής, ές (Α) αυτός που τιμάται σαν θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κυδής (< κύδος), πρβλ. μεγα κυδής, φερε κυδής] …

    Dictionary of Greek

  • 3μεγακυδής — μεγακυδής, ές (Α) πολύ δοξασμένος, ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κυδής (< κῦδος), πρβλ. ερι κυδής, φερε κυδής] …

    Dictionary of Greek