φερέ-σπονδος

  • 1οινόσπονδος — οἰνόσπονδος, ον (Α) 1. αυτός που προσφέρεται με σπονδή οίνου («οἰνοσπονδοι θυσίαι», Πολυδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰνόσπονδα (ενν. ιερά) σπονδές που γίνονταν με οίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + σπονδος (< σπονδή), πρβ λ. φερέ σπονδος] …

    Dictionary of Greek