φερέπολις
1Φερέπολις — upholding the city fem nom sg …
2φερέπολις — upholding the city nom sg …
3φερέπολις — και φερέπτολις, ιος, ὁ, ἡ, Α αυτός που διατηρεί την πόλη, το κράτος («φερέπολιν τῆς Ῥώμης [τύχην]», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλις / πτόλις (πρβλ. φιλό πολις / πτολις, φυγό πολις / πτολις)] …
4Φερέπολιν — Φερέπολις upholding the city fem acc sg …
5φερέπολιν — φερέπολις upholding the city acc sg …
6ТИХА — • Τύχη, 1. богиня случая и судьбы; Гесиод (Hesiod. theog. 360) причисляет ее к дочерям Океана и Тефеи, Пиндар к Майорам. Ее изображали с различными атрибутами: как управительница судеб она держит в руках руль жизни и шар, символ… …
7φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …
8φερέπτολις — όλιος, ὁ, ἡ, Α βλ. φερέπολις …