φενακισμός
1φενακισμός — φενακισμός, ο και φενάκισμα, το, ατος και φενάκιση, η απάτη, εξαπάτηση: Δικάστηκε για τους φενακισμούς του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2φενακισμός — φενᾱκισμός , φενακισμός cheating masc nom sg …
3φενακισμός — ο, ΝΜΑ [φενακίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φενακίζω, εξαπάτηση, παραπλάνηση …
4φενάκισμα — το, ΝΜΑ [φενακίζω] φενακισμός …
5φενάκισμα — το, ατος βλ. φενακισμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6φενακισμοῖς — φενᾱκισμοῖς , φενακισμός cheating masc dat pl …
7φενακισμοῖσιν — φενᾱκισμοῖσιν , φενακισμός cheating masc dat pl (epic ionic aeolic) …
8φενακισμοί — φενᾱκισμοί , φενακισμός cheating masc nom/voc pl …
9φενακισμοῦ — φενᾱκισμοῦ , φενακισμός cheating masc gen sg …
10φενακισμούς — φενᾱκισμούς , φενακισμός cheating masc acc pl …
- 1
- 2