φειδόμεθα
1φειδόμεθα — φείδομαι spare pres ind mp 1st pl φείδομαι spare imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
2φειδόμεθ' — φειδόμεθα , φείδομαι spare pres ind mp 1st pl φειδόμεθα , φείδομαι spare imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
3φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… …