φειδωλία
1φειδωλία — φειδωλίᾱ , φειδωλία fem nom/voc/acc dual φειδωλίᾱ , φειδωλία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2φειδωλίᾳ — φειδωλίαι , φειδωλία fem nom/voc pl φειδωλίᾱͅ , φειδωλία fem dat sg (attic doric aeolic) …
3φειδωλία — η, ΝΑ [φειδωλός] η ιδιότητα τού φειδωλού, τσιγκουνιά αρχ. τελειότητα στην εκτέλεση μιας εργασίας, ακρίβεια …
4φειδωλίας — φειδωλίᾱς , φειδωλία fem acc pl φειδωλίᾱς , φειδωλία fem gen sg (attic doric aeolic) …
5φειδωλίαι — φειδωλία fem nom/voc pl φειδωλίᾱͅ , φειδωλία fem dat sg (attic doric aeolic) …
6φειδωλίαν — φειδωλίᾱν , φειδωλία fem acc sg (attic doric aeolic) …
7φειδωλίην — φειδωλία fem acc sg (epic ionic) …
8μικροδοσία — μικροδοσία, ἡ (Α) το να δίδει κανείς μικρά δώρα, φιλαργυρία, φειδωλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + δοσία (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμο δοσία, μισθο δοσία] …
9φειδασμός — ὁ, Α φειδωλία, οικονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. πρέπει να θεωρηθεί μάλλον εσφ.] …
10φειδώ — η ώς, η κατανάλωση ή η διάθεση ενός πράγματος με μέτρο και περίσκεψη, η οικονομία, η φειδωλία, η σφιχτοχεριά, η τσιγκουνιά: Στην Κατοχή μοίραζαν τρόφιμα με μεγάλη φειδώ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)