φείδομαι
1φείδομαι — spare pres ind mp 1st sg …
2φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… …
3φείδομαι — φείστηκα 1. κάνω μέτρια χρήση ενός πράγματος, ξοδεύω κάτι με μέτρο και περίσκεψη, το φειδωλεύομαι: Δε φείδεται το χρόνο του. 2. είμαι φειδωλός, τσιγκουνεύομαι. 3. διατηρώ κάτι σώο, το αφήνω απείραχτο, το σπλαχνίζομαι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4φείδεσθε — φείδομαι spare pres imperat mp 2nd pl φείδομαι spare pres ind mp 2nd pl φείδομαι spare imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
5φειδομένων — φείδομαι spare pres part mp fem gen pl φείδομαι spare pres part mp masc/neut gen pl …
6φειδόμεθα — φείδομαι spare pres ind mp 1st pl φείδομαι spare imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
7φειδόμενον — φείδομαι spare pres part mp masc acc sg φείδομαι spare pres part mp neut nom/voc/acc sg …
8φειδόμεσθα — φείδομαι spare pres ind mp 1st pl φείδομαι spare imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
9φεισαμένων — φείδομαι spare aor part mid fem gen pl φείδομαι spare aor part mid masc/neut gen pl …
10φεισομένων — φείδομαι spare fut part mid fem gen pl φείδομαι spare fut part mid masc/neut gen pl …