φαῦρος

  • 1φαύρος — α, ον, Α 1. φαύλος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαῡρος κοῡφος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φλαῦρος, με απλοποίηση τού αρκτικού συμφωνικού συμπλέγματος] …

    Dictionary of Greek