φαίδρῳ
1φαιδρῷ — φαιδρός bright masc/neut dat sg …
2Φαίδρω — Φαί̱δρω , Φαῖδρας masc gen sg (attic epic ionic) Φαῖδρος masc nom/voc/acc dual Φαῖδρος masc gen sg (doric aeolic) …
3Φαίδρῳ — Φαῖδρος masc dat sg …
4φαιδρῶι — φαιδρῷ , φαιδρός bright masc/neut dat sg …
5Φαίδρωι — Φαίδρῳ , Φαῖδρος masc dat sg …
6επιγιγνώσκω — ἐπιγιγνώσκω (AM) [γιγνώσκω] 1. γνωρίζω κάτι ακόμη καλύτερα, περισσότερο από πριν («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν» «ὅπως μήτηρ σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», Σοφ.) 2. ανακαλύπτω, διακρίνω («κἄπειτ ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ὤμωξεν», Αισχύλ.) 3.… …
7κατηγορηματικός — ή, ό [κατηγόρημα] 1. αυτός που διατυπώνεται σαφώς και απεριφράστως, ρητός, οριστικός και ανεπιφύλακτος («η απάντηση ήταν κατηγορηματική») 2. αυτός που έχει θέση κατηγορουμένου 3. φρ. α) «κατηγορηματική μετοχή» η μετοχή η οποία λειτουργεί ως… …