-
1 φανταστικός
[фандастикос] εκ. фантастический, невероятный, обманчивый, призрачный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φανταστικός
-
2 фантастический
φανταστικόςφαντασιώδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фантастический
-
3 мнимый
-
4 фантастический
-
5 мнимый
мни́м||ыйприл1. (воображаемый) 4·<-νταστικός, ἀνύπαρκτος, ὑποθετικός:\мнимыйая опасность ὁ φανταστικός κίνδυνος·2. (ложный) πλαστός, ὑποθετικός, φανταστικός:\мнимый больной κατά φαντασίαν ἀσθενής·3. мат ὑπερβατικός:\мнимыйое число́ ὁ ὑπερβατικός ἀριθμός. -
6 мнимый
επ., βρ: мнима, -о.1. φανταστικός, φαινομενικός ανύπαρκτος• ο δήθεν•мнимый больной ο κατά φαντασίαν ασθενής•
-ая причина η δήθεν αιτία•
-ая опасность φανταστικός κίνδυνος.
2. προσποιητός•-ое раскаяние προσποιητή μεταμέλεια.
εκφρ.- ые числа – υπερβατοί αριθμοί. -
7 фантомный
επ.φανταστικός•-ая боль φανταστικός πόνος.
-
8 ось
1. (прямая, проходящая через центр симметрии или центр тяжести какого-л. тела) о άξον/αςη νοητή (αξονική) γραμμήпо - и στον - α, στην κατεύθυνση του - αбольшая - (геод.) μέγας -2. (стержень, на котором укрепляют колесо, вращающиеся части машин, механизмов и т.п.) о πείρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ось
-
9 число
1. (выражение количества) о αριθμ/όςатомное - хим., физ. ατομικός -вещественное - см. действительное -двузначное - διττός -, διψήφιος -единственное - грам. ενικός -зарядовое - см. атомное -- квантовое азимутальное κβαντικός αζιμουθιακός -, δευτερεύων κβαντικός -квантовое, главное κύριος κβαντικός -круглое - ακέραιος -, φυσικός -массовое - (яд.физ.) μαζικός -множественное грам. πληθυντικός -неделимое - αδιαίρετος -, πρώτος -- обращений допустимое (в электростатических запоминающих трубках) επιτρεπόμενος - στροφώνсмешанные - а συμμιγείς/μεικτοί - οί2. (день месяца) η ημερομηνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > число
-
10 воображаемый
вообра||жаемыйприл ὑποτιθέμενος, φανταστικός, ίδεατός:\воображаемыйжаемая линия мат ἡ νοητή γραμμή. -
11 вымышленный
вымышленный1. прич. от еымыш лять·2. прил ἐπινοημένος, πλαστός, φανταστικός. -
12 иллк>зорный
иллк>з||орныйприл φανταστικός, ἀπατηλός, τής παραίσθησης. -
13 надуманный
надуманный1. прич. от надумать·2. прил ἐπινοημένος, φανταστικός, ἀφύσικος. -
14 нереальностьый
нереальность||ыйприл ἀνύπαρκτος, ἀπραγματοποίητος, φανταστικός. -
15 призрачный
призрачн||ыйприл πλασματικός, φανταστικός (нереальный) / ἀνύπαρκτος (несуществующий) I ἀπατηλός (обманчивый):\призрачныйая надежда ἡ πλασματική ἐλπίδα -
16 условный
условн||ыйприл1. συνθήματικός, συμβατικός:\условныйый знак τό σήμα· \условныйый сигнал τό σύνθημα·2. (с условием) συμβατικός, συμφωνημένος, ὑπό ὅρους:\условныйое согласие ἡ ὑπό ὅρους συγκατάθεση· \условныйый приговор юр. καταδίκη μέ ἀναστολή·3. (общепринятый) τυπικός, καθιερωμένος·4. (относительный) σχετικός· б. (несуществующий) ὑποθετικός, φανταστικός, νοερός:провести́ \условныйую линию на карте κάνω στόν χάρτη ὑποθετική γραμμή· в. иск. συμβατικός·7. грам. ὑποθετικός:\условныйое наклонение ἡ ὑποθετική ἔγκλιση [-ις]· ◊ \условныйый рефлекс τό ἐξαρτη-μένο[ν] ἀντανακλαστικό[ν]. -
17 фантастический
фантастическийприл φανταστικός, φαντασιώδης/ χιμαιρικός (несбыточный):\фантастический проект τό χιμαιρικό σχέδιο. -
18 воображаемый
[βααμπραζάιμυϊ] επ. υποτιθέμενος, φανταστικός -
19 надуманный
[ναντούμαννυΐ/] επ. επινοημένος, φανταστικός -
20 фантастический
[φανταστίτσισκιϊ] εκ. φανταστικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φανταστικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τη φαντασία (βλ. λ.), που γίνεται νοητός ή παρασταίνεται με τη φαντασία: Φανταστικοί αριθμοί. 2. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ο ανύπαρχτος στην πραγματικότητα, ο πλασματικός, ο υποθετικός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φανταστικός — one who makes a parade masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταστικός — ή, ό / φανταστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φανταχτικός ή, ό,και τ. θηλ. φανταστικιά, Ν [φαντάζω, ομαι] αυτός που αναφέρεται στην ψυχική λειτουργία τής φαντασίας, που συλλαμβάνεται με τη φαντασία νεοελλ. 1. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ανύπαρκτος … Dictionary of Greek
φανταστικός αριθμός — Οι αριθμοί της μορφής β, όπου β είναι ένας πραγματικός αριθμός και i (η φανταστική μονάδα) ορίζεται από τη σχέση i2 = √ 1. Η παραδοχή της φανταστικής μονάδας κάνει πάντοτε επιλύσιμη την εξίσωση x2 = α (όπου α οποιοσδήποτε πραγματικός αριθμός), η… … Dictionary of Greek
φανταστικά — φανταστικός one who makes a parade neut nom/voc/acc pl φανταστικά̱ , φανταστικός one who makes a parade fem nom/voc/acc dual φανταστικά̱ , φανταστικός one who makes a parade fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταστικῶν — φανταστικός one who makes a parade fem gen pl φανταστικός one who makes a parade masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταστικόν — φανταστικός one who makes a parade masc acc sg φανταστικός one who makes a parade neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταστικαῖς — φανταστικός one who makes a parade fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταστικαί — φανταστικός one who makes a parade fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταστικοῖς — φανταστικός one who makes a parade masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταστικοί — φανταστικός one who makes a parade masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)