φαντασία τύπωσις ἐν ψυχῇ

  • 1τύπωση — η / τύπωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τυπῶ] νεοελλ. 1. εκτύπωση («τύπωση κειμένου») 2. (μεταλλ. χημ.) κατεργασία που συνίσταται στην πλαστική παραμόρφωση, εν θερμώ ή εν ψυχρώ, ενός μεταλλικού τεμαχίου ή πλαστικού υλικού με τη βοήθεια τύπων, μητρών 3.… …

    Dictionary of Greek