φανερώνω
1φανερώνω — φανερώνω, φανέρωσα βλ. πίν. 3 …
2φανερώνω — φανερῶ, όω, ΝΜΑ [φανερός] 1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω 2. αποκαλύπτω νεοελλ. 1. δηλώνω, σημαίνω («τα λόγια του φανερώνουν μεγάλη αγάπη για τη ζωή») 2. (σχετικά με μυστικό) μαρτυρώ αρχ. 1. κάνω γνωστό, κάνω περίφημο κάτι 2.… …
3φανερώνω — φανέρωσα, φανερώθηκα, φανερωμένος 1. κάνω κάτι φανερό, εμφανίζω, αποκαλύπτω, φέρνω σε φως: Μου φανέρωσε όλη την αλήθεια για την υπόθεση. 2. δηλώνω, σημαίνω, έχω την έννοια: Αυτό φανερώνει επιπολαιότητα. 3. το μέσ., φανερώνομαι παρουσιάζομαι,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εξωτερικεύω — φανερώνω, εκφράζω τις ενδόμυχες σκέψεις μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Βράιλα Αρμένη. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. exteriorize < αγγλ. exterior < λατ. exterus «εξωτερικός»)] …
5σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… …
6εκδηλώνω — (AM ἐκδηλῶ, όω) καθιστώ έκδηλο κάτι, δείχνω κάτι σαφώς, φανερώνω («εξεδήλωσε την ευγνωμοσύνη του») νεοελλ. 1. παθ. (για πράγμ.) εμφανίζομαι, ξεσπώ («εκδηλώθηκε στάση») 2. μέσ. φανερώνω τίς προθέσεις μου («εκδηλώθηκε υπέρ τής βασιλείας») 3. μτφ.… …
7εκφαίνω — (AM ἐκφαίνω) φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτω μσν. (με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιου αρχ. 1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.) 2. παρουσιάζω… …
8καταφαίνω — (Α καταφαίνω) (επιτ. τ. τού φαίνω) παθ. καταφαίνομαι καθίσταμαι φανερός, γίνομαι ολοφάνερος αρχ. 1. φανερώνω κάτι εντελώς, κάνω κάτι γνωστό 2. παθ. καταφαίνομαι α) φαίνομαι, είμαι ορατός β) αποδεικνύομαι, αποκαλύπτομαι γ) διακηρύσσω, δηλώνω.… …
9καταφαντάζω — (Α) 1. επιδεικνύω, φανερώνω 2. παθ. καταφαντάζομαι είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φαντάζω «καθιστώ φανερό, φανερώνω»] …
10προαναφαίνω — Α φανερώνω πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναφαίνω «φανερώνω, καθιστώ γνωστό»] …