φανερώνω

  • 71καθυπεμφαίνω — (Μ) (επιτατ. τού υπεμφαίνω) υποδεικνύω, υποδηλώνω, φανερώνω κάτι κρυφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ εμ φαίνω «υποδηλώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 72καθυποφαίνω — (Μ) επιτατ. τού υποφαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο φαίνω «δείχνω, φανερώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 73καταμηνύω — (AM καταμηνύω) υποβάλλω μήνυση εναντίον κάποιου, μηνύω, καταγγέλλω κάποιον αρχ. 1. κάνω κάτι γνωστό, φανερώνω 2. (για θεό) παρέχω, δίνω σημείο …

    Dictionary of Greek

  • 74καταπιάνω — (Μ καταπιάνω) νεοελλ. ράβω κάτι πρόχειρα, τρυπώνω νεοελλ. μσν. 1. αρχίζω να κάνω κάτι 2. μέσ. καταπιάνομαι α) επιχειρώ να κάνω κάτι, επιλαμβάνομαι, ασχολούμαι με κάτι β) συνδέομαι φιλικά ή ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν, μπλέκω, είμαι μπλεγμένος γ) …

    Dictionary of Greek

  • 75καταυδώ — καταυδῶ, άω, (Α) μιλώ φανερά, φανερώνω δημόσια κάτι, κηρύσσω («οἴμοι, καταύδα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐδῶ «ομιλώ» (< αὐδή «φωνή»)] …

    Dictionary of Greek

  • 76κατείπον — κατεῑπον και κατεῑπα (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. β τού καταγορεύω*) 1. (με γεν. ή με εμπρόθ. προσδ.) κατηγορώ, καταγγέλλω κάποιον («μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπης», Αριστοφ.) 2. (με αιτ.) αναφέρω, ανακοινώνω, καταγγέλλω, προδίνω κάποιον ή κάτι 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 77κατεισάγω — (Α) φέρω εις φως, δείχνω, φανερώνω κάτι επί ζημία μου …

    Dictionary of Greek

  • 78κατελέγχω — (Α) 1. αποδεικνύω κάτι ως ψεύτικο, διαψεύδω («σὲ δὲ μή τι νόον κατελεγχέτω εἶδος» η μορφή σου να μη διαψεύδει καθόλου τον εσωτερικό σου κόσμο, Ησίοδ.) 2. ατιμάζω, καταισχύνω («ἀνδρὼν δ ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγ χει», Πίνδ.) 3. προδίδω, φανερώνω… …

    Dictionary of Greek

  • 79κατεμφαίνω — (Μ) δείχνω, φανερώνω …

    Dictionary of Greek

  • 80κατεμφανίζω — (Μ) αποκαλύπτω, φανερώνω κάτι από ψηλά …

    Dictionary of Greek