φανερώνω

  • 41διασημαίνω — (Α διασημαίνω) αναγγέλλω ή φανερώνω κάτι με σήματα αρχ. εγκρίνω, επιδοκιμάζω …

    Dictionary of Greek

  • 42διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …

    Dictionary of Greek

  • 43διεμφαίνω — (AM) φανερώνω ανάμεσα από κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 44διεξάγω — (AM διεξάγω) [εξάγω] διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση μσν. φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» περνώ την παιδική ηλικία αρχ. 1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου 2. κατευθύνομαι 3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση 4. διευθετώ …

    Dictionary of Greek

  • 45δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 46εικονίζω — (AM εἰκονίζω) 1. αποδίδω την εικόνα, τη μορφή προσώπου ή παράστασης 2. διαμορφώνω, δίνω μορφή σε υλικό («εἰκονίζω τὰς ἀμόρφους ὕλας») αρχ. μσν. φέρνω στον νου μου, σχηματίζω με τη φαντασία μου την εικόνα κάποιου μσν. 1. συμβολίζω 2. φανερώνω,… …

    Dictionary of Greek

  • 47εισφέρω — (AM εἰσφέρω) 1. φέρνω, τοποθετώ μέσα 2. συνεισφέρω, παρέχω και εγώ κάτι («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῑν τοὺς πολίτας», Πλούτ.) νεοελλ. βοηθώ, συντελώ μσν. 1. παρουσιάζω, απεικονίζω 2. ρέπω, κλίνω σε κάτι αρχ. 1. εισέρχομαι 2. (στην Αθήνα)… …

    Dictionary of Greek

  • 48εισφαίνω — εἰσφαίνω (Α) 1. πληροφορώ, φανερώνω 2. παθ. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 49εκδείκνυμι — ἐκδείκνυμι (Α) 1. φανερώνω, γνωστοποιώ 2. δείχνω, παρουσιάζω …

    Dictionary of Greek

  • 50εκκαλύπτω — (AM ἐκκαλύπτω) 1. ξεσκεπάζω 2. αποκαλύπτω, φανερώνω αρχ. 1. εκμυστηρεύομαι 2. εξηγώ, ερμηνεύω …

    Dictionary of Greek