φανερώνω

  • 31απογυμνώνω — (AM ἀπογυμνῶ, όω) 1. ξεγυμνώνω, γδύνω εντελώς 2. αφοπλίζω 3. αφαιρώ εντελώς κάτι από κάποιον, τον ληστεύω νεοελλ. λεηλατώ αρχ. 1. αποκαλύπτω, φανερώνω 2. εξηγώ 3. ( ούμαι) γίνομαι ορατός, φανερώνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 32αποδηλώ — ἀποδηλῶ ( όω) (Α) 1. φανερώνω, καθιστώ γνωστό 2. φανερώνομαι 3. εξηγώ ότι …

    Dictionary of Greek

  • 33αποκαλύπτω — (AM ἀποκαλύπτω) 1. αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω 2. φανερώνω, παρουσιάζω 3. εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι νεοελλ. Ι. φέρνω στην επιφάνεια, βγάζω στη φόρα II. ( ομαι) 1. βγάζω το καπέλο μου 2. φρ. «αποκαλύπτομαι μπροστά σε κάποιον» σέβομαι κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 34αποσημαίνω — (AM ἀποσημαίνω) νεοελλ. (για καμπάνα) παύω να σημαίνω αρχ. μσν. αναγγέλλω κάτι με σημεία ή συνθήματα αρχ. Ι. 1. κάνω σήμα 2. εμφανίζομαι, αναφαίνομαι 3. φανερώνω κάτι με συμπτώματα 4. υπαινίσσομαι II. ( ομαι) 1. σφραγίζω κάτι σαν να έχει δημευθεί …

    Dictionary of Greek

  • 35αποσκεπάζω — (Μ ἀποσκεπάζω) 1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω 2. αποκαλύπτω, φανερώνω 3. κατασκοπεύω, ανιχνεύω 4. σκεπάζω εντελώς νεοελλ. αποσιωπώ, συγκαλύπτω μσν. ( ομαι) (για μάχη) ξεσπώ, εκδηλώνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 36βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …

    Dictionary of Greek

  • 37δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …

    Dictionary of Greek

  • 38δηλοποιώ — (AM δηλοποιῶ, έω) [δηλοποιός] 1. δείχνω, φανερώνω 2. αναφέρω 3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 39δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… …

    Dictionary of Greek

  • 40διακαλύπτω — (Α) 1. αποκαλύπτω, φανερώνω 2. διακαλύπτομαι αποβάλλω τα ενδύματά μου …

    Dictionary of Greek