φανερώνω

  • 21αγορεύω — (Α ἀγορεύω) εκφωνώ λόγο σε δημόσια συγκέντρωση, δημηγορώ νεοελλ. (ειρωνικά) μιλώ σαν ρήτορας, ρητορεύω αρχ. 1. λέω, μιλώ, αναφέρω 2. αναγγέλλω, διακηρύσσω 3. συμβουλεύω, παρακινώ 4. ορίζω 5. αποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω 6. φρ. «κακῶς ἀγορεύω… …

    Dictionary of Greek

  • 22ανακαλύπτω — (Α ἀνακαλύπτω) νεοελλ. 1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα 2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα 3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό αρχ. 1. ξεσκεπάζω, φανερώνω 2. αφαιρώ το κάλυμμα,… …

    Dictionary of Greek

  • 23αναμοχλεύω — (Α ἀναμοχλεύω) ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό νεοελλ. εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω αρχ. 1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια 2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα …

    Dictionary of Greek

  • 24αναπετάννυμι — και ύω (Α ἀναπετάννυμι και ποιητ. ἀμπετάννυμι και ύω και ἀναπετῶ) [πετάννυμι] 1. ανοίγω διάπλατα, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αναπεπταμένος* αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο αρχ. 1. φανερώνω, εκθέτω 2. διαχέω,… …

    Dictionary of Greek

  • 25αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 26αναφαίνομαι — (AM ἀναφαίνω, ομαι) προβάλλω, παρουσιάζομαι, έρχομαι στο φως αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι να δώσει φλόγα, να λάμψει 2. γεννώ, παράγω 3. φανερώνω, καθιστώ γνωστό 4. ανακηρύσσω, αναγορεύω 5. ορίζω, ιδρύω II. (μέσ., ομαι) 1. φαίνομαι πάλι 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 27αντικατοπτρίζω — 1. αντικαθρεφτίζω, ανακλώ 2. φανερώνω, δείχνω καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κατοπτρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Άγγελο Βλάχο] …

    Dictionary of Greek

  • 28αντιπεριποιούμαι — ἀντιπεριποιοῡμαι, ( έομαι) (Α) (Γραμμ.) (για ρήματα) φανερώνω αμοιβαία ενέργεια …

    Dictionary of Greek

  • 29απαμπίσχω — ἀπαμπίσχω (Α) 1. βγάζω (κυρίως ένδυμα) 2. αφαιρώ, απομακρύνω 3. αποκαλύπτω, φανερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. απ(ο) + αμπίσχω, παράλληλος τ. του αμπέχω «περικαλύπτω»] …

    Dictionary of Greek

  • 30απαμφιάζω — ἀπαμφιάζω (Α) 1. (για ενδύματα) βγάζω, αποβάλλω 2. μτφ. απογυμνώνω 3. μέσ. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω …

    Dictionary of Greek