φανερώνω
121προφανερώ — όω, Α [φανερῶ] φανερώνω εκ τών προτέρων κάτι …
122προϋπεμφαίνω — Μ υποδηλώνω, υποδεικνύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑπεμφαίνω «υποδηλώνω, φανερώνω»] …
123συγκαταμηνύω — Α γνωστοποιώ και εγώ μαζί, αναγγέλλω και εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταμηνύω «κάνω κάτι γνωστό, φανερώνω»] …
124συμπαραδηλώ — όω, ΜΑ υποδηλώνω κάτι ακόμη («συμπαραδηλοῡντα καὶ τὸ ποῑόν τι καὶ πόστον μέρος τῆς ὅλης γῆς ἐστι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραδηλῶ «υποδηλώνω, φανερώνω»] …
125συμπροφαίνω — Α φέρνω στο φως κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προφαίνω «φανερώνω»] …
126συμφανερώ — όω, Α φανερώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο …
127συναναφαίνω — ΜΑ [ἀναφαίνω, ομαι] 1. φανερώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. μέσ. συναναφαίνομαι εμφανίζομαι μαζί με κάποιον άλλο …
128συνεκδείκνυμι — Α δηλώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδείκνυμι «γνωστοποιώ, φανερώνω»] …