φανερώνω

  • 111προαποφαίνω — ΝΜΑ [ἀποφαίνω, ομαι] μέσ. προαποφαίνομαι αποφαίνομαι, εκφέρω γνώμη προηγουμένως αρχ. φανερώνω ή ερμηνεύω κάτι εκ τών προτέρων …

    Dictionary of Greek

  • 112προδίδω — και προδώνω και προδίνω, μτχ. παθ. παρακμ. προδομένος, Ν 1. παραβιάζω, αθετώ ηθική υποχρέωση, υπόσχεση ή όρκο («πρόδωσε τη φιλία μας») 2. παραδίδω με δόλιο τρόπο την πατρίδα, αποκαλύπτω μυστικά τής πατρίδας μου στον εχθρό, δίνω στον εχθρό τη… …

    Dictionary of Greek

  • 113προδηλοποιώ — προδηλοποιῶ, έω, ΝΑ καθιστώ κάτι φανερό εκ τών προτέρων, γνωστοποιώ, φανερώνω κάτι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δηλοποιῶ «γνωστοποιώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 114προδιασημαίνομαι — Μ δηλώνω κάτι εκ τών προτέρων («ἀρκοῡντα προδιασημηνάμενος τοῑς πειρωμένοις παίζειν ἐν οὐ παικτοῑς», Ακτουάρ. Ιωάνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασημαίνω «δηλώνω, φανερώνω κάτι με σήματα»] …

    Dictionary of Greek

  • 115προεμφαίνω — Α εμφαίνω, διακηρύσσω ή αποκαλύπτω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμφαίνω «δείχνω, φανερώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 116προηχώ — έω, Α [ἠχῶ] 1. ενεργώ ώστε να ηχήσει κάτι εκ τών προτέρων 2. μτφ. φανερώνω κάτι πρωτύτερα («ἡ τοιαύτη ἰδέα τῶν προοιμίων εὐγένειαν προήχει τῶν λόγων», Φιλόστρ.) 3. ηχώ προηγουμένως …

    Dictionary of Greek

  • 117προμηνύω — ΝΜΑ, και προμηνώ, άω, Ν [μηνύω] 1. προαναγγέλλω κάτι («ἄλλ oὖν προμηνύσῃς γε τοῡτο μηδενὶ τοὔργον», Σοφ.) 2. φανερώνω ότι κάτι πρόκειται να συμβεί («οἱ γὰρ ὄνειροι θορυβήσαντες αὐτοὺς τοῡτο προεμήνυσαν», ΠΔ) νεοελλ. (το μέσ. και παθ. στο τρίτο… …

    Dictionary of Greek

  • 118προσεπιφθέγγομαι — Α 1. προσθέτω, αναφέρω κάτι ακόμη 2. φανερώνω επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιφθέγγομαι «ομιλώ, επιλέγω»] …

    Dictionary of Greek

  • 119προσκαταδείκνυμι — Α 1. ορίζω, προσδιορίζω επί πλέον 2. διατάζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταδείκνυμι «δείχνω, φανερώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 120προσκαταλαλώ — έω, Α 1. απαντώ σε κάποιον βίαια με τα λόγια 2. καταβάλλω με τη φλυαρία μου, κατανικώ κάποιον με τα λόγια σε μια συζήτηση 3. παθ. προσκαταλαλοῡμαι, έομαι υφίσταμαι βίαιη επίθεση με λόγια, υβρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταλαλῶ «φανερώνω, μιλώ …

    Dictionary of Greek